ἡμιονῖτις

ἡμιονῖτις
ἡμιον-ῖτις, ιδος, ,
A of or for a mule, ἵππος ἡμιονῖτις a mare in foal of a mule, Str.5.1.4.
II ἡμιονῖτις, ιδος, , mule-fern, Scolopendrium Hemionitis, Dsc.3.135.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἡμιονῖτις — of fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονῖτιν — ἡμιονῖτις of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιονίτης — ἡμιονίτης, ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) [ημίονος] 1. το αρσ. ως ουσ. ο ημιονηγός 2. φρ. «ἵππος ἡμιονῑτις» φοράδα που κυοφορεί ημίονο 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμιονῑτις (φυτ.) είδος φτέρης …   Dictionary of Greek

  • σπληνίο — το / σπληνίον, ΝΜΑ [σπλήν, ηνός] τεμάχιο διπλωμένης αποστειρωμένης γάζας που χρησιμοποιείται για αποοπόγγιοη, αιμόσταση και επικάλυψη τραυμάτων νεοελλ. φρ. «σπληνίο μεσολοβίου» ανατ. το πίσω άκρο τού μεσολοβίου ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια τού… …   Dictionary of Greek

  • ἡμιονίτιδας — ἡμιονί̱τιδας , ἡμιονῖτις of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονίτιδος — ἡμιονί̱τιδος , ἡμιονῖτις of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”